(από την ΠΥΡΑΜΙΔΑ 67 τού Ρένου Αποστολίδη)
Τη νύχτα φύλαγα σκοπός, συντροφιά με τα σκυλιά. Λεφούσι, ορδές ολάκερες! Κι όλα μεγαλόσωμα! Κάτι μαντρόσκυλα ίσαμε κει πάνω! Κι άγρια πολύ - σ' όλους ρίχνονταν! Μόνο μένα γνώριζαν! Τούς έριχνα ό,τι είχα! Το συσσίτιο που δεν έτρωγα. Την κουραμάνα που περίσσευε τής αποθήκης. Τυρί, πολλές φορές, κόκκαλα - ό,τι έβρισκα! Κ' εκείνα μ' αγαπούσαν και μ' εμπιστεύονταν!..
Τα μεσάνυχτα έρχονταν, με το φεγγάρι: δυό-δυό, τρία-τρία, πελώρια!.. Στέκονταν μπροστά μου. Με κοίταζαν!.. Διόλου οργή δε σπίθιζαν τα ολόγλυκά τους μάτια, μες στη νύχτα! Ζύγωναν σιγά-σιγά, πέφταν στα πόδια μου, κάναν χαρές, παιχνίδια, γλύφαν τ' ολόμαυρο πετσί τής μπότας, κάναν τάχα πως δάγκωναν το τακούνι! Κ' ύστερα ο Μαύρος, πρώτος, πιο θαρρετός, πιο μεγαλόσωμος, πιο γερός απ' όλους, σήκωνε τα δυό του πόδια και μού τ' ακουμπούσε πάνω στο στήθος, μ' όλο του το βάρος!.. Έφερνε άφοβα την υγρή μουσούδα του κάτω απ' το πρόσωπό μου. Τα πυρωμένα μάτια του με κοίταζαν, με κοίταζαν, κατάματα, σοβαρεμένα, τρυφερά, νοσταλγικά!.. Και τότε άπλωνα τα μπράτσα μου, κι αγκάλιαζα το ρωμαλέο κορμί του, και τούστρωνα το τρίχωμα της ράχης, το κατάστιλπνο, π' όλ' όρθωμένο βρίσκουνταν! Κ' ύστερα τούσφιγγα το μουσούδι πάνω στον ώμο μου, και το χάιδευα!.. Χαίρονταν! Τ' άρεσε πολύ!.. Τράβαε κάθε τόσο το κεφάλι του, και μού γαύγιζε, μιά-δυό, με τη βαθιά φωνή του, την όλο αντρειά! Κ' η πυρωμένη ανάσα του μούρχονταν βίαιη, φλόγωνε το πρόσωπό μου! Μύριζε νύχι κι αψάδα, δάσος κι άνεμο και νύχτα!
Μα οι άλλοι γύρω γαύγιζαν. Θέλαν κι αυτοί, ζηλεύαν!.. Και τότε ο Μαύρος κατέβαινε, στέκονταν παράμερα, κι άφηνε τούς Τρείς να σιμώσουν: δυό κάτασπροι κι ο Κανελής! Δίνανε μια και σάλτερναν - τα πόδια τους κ' οι τρεις πάνω στο στήθος!.. Με κοίταζαν, με κοίταζαν.. Μα εγώ τούς τυρανούσα. Δεν τούς χάιδευα αμέσως, δεν τούς ίσιωνα το τρίχωμα τής ράχης, δεν τούς έτριβα τα μουσούδια!.. Και γαύγιζαν, γαύγιζαν: "- Έλα, δίποδο, έλα! Χάιδεψε κ' εμάς, χάιδεψε κ' εμάς!.." Ποτέ δεν άντεχα να τα πεισμώσω! Τα μάτια τους, όλο αγάπη και ικεσία, πάντα με νικούσαν!.. Βούταγα τα τρία κεφάλια τους και τ' αγκάλιαζα! Τάκλεινα στα μπράτσα μου, τα φυλάκιζα, και τάσφιγγα, τάσφιγγα, όχι κι απρόσεχτα, διακριτικά, μην τα πονέσω!.. Κι αυτό τούς άρεσε! Πολύ τούς άρεσε!.. Γύρευαν ολοένα να με γλύψουν! Μα γω τούς ξέφευγα, τούς ξέφευγα, ώσπου κι ο Μαύρος ζήλευε κι όρμαγε κι αυτός! Μούδινε μια με τα πόδια του στο στήθος, κι άλλη ευτύς, κι άλλη ενόσο οι τρεις τραβούσαν τα κορδόνια τής μπότας, μπερδεύονταν, περδούκλωναν, γαύγιζαν και σπρώχναν!.. Στο τέλος μ' έριχναν πάνω στο χιόνι - κι αυτό ήταν η χαρά τους! Τότε άρπαζα το Μαύρο, σώμα με σώμα, και τον έφερνα ανάσκελα! Κείνος σπάραζε, σφάδαζε, έκανε τάχα ότι δάγκωνε, τάχα ότι θύμωνε, μα όπου πήγαινε να σφίξει τις μασέλες του, με τις δοντάρες του, τις παράλυε πάλι, μη με πονέσει!... Γινόμασταν ένα κουβάρι εκεί, και παλεύαμε, παλεύαμε, πάνω στο χιόνι, κάτω απ' το φεγγάρι!..
Κι όταν λαχανιάζαμε, τότε σταματούσαμε.. Κάθομουν εγώ σταυροπόδι, και δίπλα ο Μαύρος, καμαρωτός-καμαρωτός, στα πισινά του, κ' οι τρεις μπροστά, ξαπλωμένοι, με τον Κανελή τον παιχνιδιάρη να ψευτοδαγκώνει την κάννη τού ένφιλντ!.. Κι όλο ένα γύρο η ορδή: τριάντα, σαράντα, πενήντα! Κάναν έναν κύκλο και κοιτούσαν ήρεμα!.. Γιάλιζαν τα μάτια τους, σπίθιζαν! Θέλαν κι αυτοί, θέλαν όλοι το ίδιο παιχνίδι!.. Και το κατάφερναν πάντα! Χιμούσαν ξάφνου, τάχα ότι θα μας ξεσκίσουν, και σαν έφταναν μπρος μας, κυλιόνταν χάμω!.. Γινόμασταν ξανά μαλλιά-κουβάρια, μ' όλη την ορδή τώρα πια! Σκόνη ατλαζένια τού χιονιού σκώνονταν όλο ένα γύρο, κι αντιλαλούσαν τα ουρλιάγματά τους μέσα στην ήσυχη τη νύχτα..
Αυτό πολύ τούς άρεσε!..
Ύστερα ο Μαύρος έδινε πάλι το σύνθημα: μού ρίχνονταν για τελευταία φορά, μούγλυφε ότι πρόφταινε - καμιά φορά και το πρόσωπο! - γαύγιζε άλλη μια και χάνονταν! Σαν αστραπή κ' οι υπόλοιποι κινούσαν πίσω του, κ' η μαύρη φάλαγγα χωνόταν στο ρουμάνι!..
Την άλλη νύχτα τα ίδια!.. Και την άλλη, και την άλλη!..
Κάποτε ξύπνησε κι ο λοχαγός με το σκυλοκαυγά κ' είπε πως θα με σπάραζαν! Γύρισε μέσα φωνάζοντας, για νάρθει πίσω με το περίστροφό του!.. Μα γω τόν είχα νιώσει, σκώθηκα ορθός, χούγιαξα το Μαύρο, κι αυτός, πάρα πολύ απορημένος με τ' αλλόκοτο φέρσιμό μου, πήρε την ορδή του κ' έφυγε γοργά στο δάσος!..
Σαν ξαναβγήκε ο λοχαγός, με το Σμιθ στα χέρια, δεν ήβρε ούτ' έναν:
- Βρε, δε σ' έφαγαν ακόμα;
- Μπα, κυρ-Λοχαγέ! Δεν προλάβαν!..
Πού να φανταζόταν πως εγώ... "συνοδοιπορούσα" με το Λαό τών Σκύλων τής Βλαχοκερασιάς!..
Την άλλη νύχτα ξανάρθαν... Στάθηκαν μακριά... Δίσταζε ο Μαύρος... Τούκανα μια-δυό στράκες με το χέρι... Δίσταζε ακόμα... Τότε κ' εγώ ξάπλωσα χάμω - ω, τ' ήταν κείνο πούγινε! Χίμηξε σαν αστραπή κ' ήρθ' απάνω μου και μούγλυφε τη μούρη!.. Τόχε ξεχάσει πια το χτεσινό. Δε θυμόταν, δε ρώτησε... Παίζαμε πάλι, κυλιόμασταν, κ' η ορδή στεκόταν σοβαρή ένα γύρο, και μάς κοιτούσε!..
Πολύ τούς άρεσε αυτό! Και κάθε νύχτα ξανάρχονταν!..