[phpBB Debug] PHP Notice: in file /includes/session.php on line 2088: Array to string conversion
[phpBB Debug] PHP Notice: in file /includes/session.php on line 2088: Array to string conversion
[phpBB Debug] PHP Notice: in file /includes/session.php on line 2088: Array to string conversion
[phpBB Debug] PHP Notice: in file /includes/session.php on line 2088: Array to string conversion
www.forum.locus7.gr • Προβολή θέματος - Ο Φοίβος

Ο Φοίβος

"Δεν είναι τυχαίο που όλα τα αληθινά ζώα της Γης λειτουργούν σαν Φρουροί της Πύλης (...). Αν υπάρχουμε σήμερα, τόσο οι Πολλοί όσο και οι Λίγοι, το οφείλουμε σε μεγάλο ποσοστό στα πλάσματα αυτά της Γης. Νομίζετε ότι είναι τυχαία η συχνά μαζική εξόντωση ζώων στις πόλεις ή τα χωριά μας. Ποια καλύτερη στρατηγική θα μπορούσε να εφαρμόσει ένας εχθρός αν όχι το να στρέψει τον πολιορκούμενο αντίπαλο ενάντια στους ίδιους τους δικούς του φρουρούς που φυλάνε τα τείχη του;" ***Γιώργος Μπαλάνος, περιοδικό "Ανεξήγητο" 03/2002***

Ο Φοίβος

Δημοσίευσηαπό Σφαίρος » 01 Σεπ 2004, 02:22

Από ΤΟ ΔΕΡΜΑ τού Μαλαπάρτε
(μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδης, εκδ. Θεμέλιο ΄90, σελ. 176-184)


Είχα αναγνωρίσει εκείνη τη σιωπή. Το χειμώνα του 1940, για να δραπετεύσω από τον πόλεμο και τους ανθρώπους, για να γιατρευτώ από εκείνο το σιχαμερό κακό που ο πόλεμος γεννά στην καρδιά των ανθρώπων, είχα καταφύγει στην Πίζα, σ΄ένα νεκρό σπίτι, στο βάθος ενός δρόμου από τους πιο όμορφους και πιο νεκρούς, αυτής της πανέμορφης και νεκρής πολιτείας. Είχα μαζί μου τον Φοίβο, το σκύλο μου Φοίβο, που είχα μαζέψει μισοπεθαμένο από την πείνα στην ακτή της Μαρίνα Κόρτα, στη νήσο Λίπαρι, και είχα γιατρέψει, μεγαλώσει, φροντίσει στο νεκρό μου σπίτι στο Λίπαρι και είχε αποδειχτεί ο μοναδικός μου σύντροφος κατά τη διάρκεια των έρημων χρόνων της εξορίας σ’ εκείνο το θλιβερό και τόσο αγαπητό νησί.

Δεν αγάπησα ποτέ μου τόσο πολύ γυναίκα, αδελφό, φίλο, όσο τον Φοίβο. ‘Ηταν ένας σκύλος σαν κι εμένα. Γι’ αυτόν έγραψα τρυφερές σελίδες στο Ένας σκύλος σαν κι εμένα. ‘Ηταν ένα ευγενές ον, το πιο ευγενές πλάσμα που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. ‘Ηταν από εκείνη την οικογένεια των σπάνιων, πλέον, και ευαίσθητων λαγωνικών, που ήρθαν από τις ακτές της Ασίας κατά τη διάρκεια των πρώτων ιωνικών μεταναστεύσεων, που οι βοσκοί του Λίπαρι ονομάζουν "τσερνέγκι". Είναι τα σκυλιά που οι αρχαίοι έλληνες γλύπτες λάξευαν στα επιτύμβια ανάγλυφά τους. "Διώχνουν το χάρο", λένε οι βοσκοί του Λίπαρι.

Είχε το τρίχωμα στο χρώμα του φεγγαριού, ροδαλό και χρυσωμένο, το χρώμα του φεγγαριού πάνω από τη θάλασσα, το χρώμα του φεγγαριού πάνω στα σκούρα φύλλα της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς, στα λέπια των νεκρών ψαριών που η θάλασσα, μετά από μια καταιγίδα, ξέφραζε στην ακτή, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου. Είχε το χρώμα του φεγγαριού πάνω από την ελληνική θάλασσα του Μπάρι, του φεγγαριού στο στίχο της Οδύσσειας, του φεγγαριού σ’ εκείνη την άγρια θάλασσα του Λίπαρι που διέσχισε ο Οδυσσέας για να φτάσει στη μοναχική παραλία του Αιόλου, του βασιλιά των ανέμων. Το χρώμα του νεκρού φεγγαριού, λίγο πριν την αυγή. Τον φώναζα Κανελούνα.

Δεν απομακρυνόταν σπιθαμή από κοντά μου. Με ακολουθούσε σαν σκυλί. Λέω πως με ακολουθούσε σαν σκυλί. Η παρουσία του, στο φτωχικό μου σπίτι στο Λίπαρι που χτυπιόταν χωρίς αναπαμό από τον άνεμο και τη θάλασσα, ήταν μια εκπληκτική παρουσία. Τη νύχτα, φώτιζε το άδειο μου δωμάτιο με τη φωτεινή ζεστασιά των φεγγαρίσιων ματιών του. Το χρώμα τους ήταν εκείνο το χλωμό γαλάζιο, το χρώμα της θάλασσας όταν βασιλεύει το φεγγάρι. Ένιωθα την παρουσία του όπως την παρουσία μιας σκιάς, της δικής μου σκιάς. ‘Ηταν σαν το αντικαθρέφτισμα του πνεύματός μου. Και μόνο με την παρουσία του, με βοηθούσε να ξαναβρώ εκείνη την περιφρόνηση των ανθρώπων, που είναι η πρώτη συνθήκη για την ηρεμία και τη σοφία της ανθρώπινης ζωής. Ένιωθα πως μου έμοιαζε, πως δεν ήταν τίποτα άλλο, δεν ήταν παρά η εικόνα της συνείδησής μου, της μυστικής μου ζωής. Το πορτραίτο του εαυτού μου, το πορτραίτο από ό,τι πιο βαθύ, πιο απόκρυφο, πιο δικό μου υπάρχει στον εαυτό μου: του υποσυνείδητου και, που λέει ο λόγος, του καθρέφτη μου.

Από αυτόν, πολύ περισσότερο από ό,τι από τους ανθρώπους, την κουλτούρα τους, τη ματαιοδοξία τους, έμαθα ότι η ηθική είναι αυθαίρετη, ότι σκοπό έχει μόνο τον εαυτό της, ότι καν δεν έχει το στόχο να σώσει τον κόσμο (καν να σώσει τον κόσμο!) αλλά μονάχα να δημιουργήσει νέα προσχήματα για την αδιαφορία της, για το ελεύθερο παιχνίδι της. Η συνάντηση ενός ανθρώπου και ενός σκυλιού είναι πάντα η συνάντηση δυο ελεύθερων πνευμάτων, δυο μορφών αξιοπρέπειας, δυο αυθαίρετων ηθικών. Είναι η πιο αυθαίρετη και η πιο ρομαντική συνάντηση. Από αυτές που ο θάνατος φωτίζει με τη χλωμή λάμψη του, όμοια με το χρώμα ενός νεκρού φεγγαριού πάνω στη θάλασσα, στον πράσινο ουρανό της αυγής.

Αναγνώριζα πάνω του τις πιο μυστηριώδεις μου κινήσεις, τα μυστικά μου ένστικτα, τις αμφιβολίες μου, τις τρομάρες μου, τις ελπίδες μου. Δική μου ήταν η αξιοπρέπειά του μπροστά στους ανθρώπους, δικά μου το κουράγιο του και η περηφάνειά του μπροστά στη ζωή, δική μου η περιφρόνησή του για τα εύκολα αισθήματα του ανθρώπου. Αυτός, όμως, ήταν πολύ περισσότερο από μένα ευαίσθητος στα σκοτεινά προαισθήματα της φύσης, στην αόρατη παρουσία του θανάτου, που γυρίζει πάντα σιωπηλός καί καχύποπτος γύρω από τους ανθρώπους. Ένιωθε να έρχονται από μακριά, τη νύχτα, τα θλιβερά φαντάσματα των ονείρων, όμοια μ’ εκείνα τα νεκρά έντομα που ο άνεμος φέρνει ποιος ξέρει από που. Και κάποιες νύχτες, κουλουριασμένος στα πόδια μου, στο γυμνό δωμάτιό μου του Λίπαρι, παρακολουθούσε γύρω μου, με τα μάτια, μια αόρατη σκιά που πλησίαζε, απομακρυνόταν, έμενε ώρες πολλές να με κατασκοπεύει πίσω από το τζάμι του παραθυριού. Κάθε τόσο, αν η μυστηριώδης παρουσία με πλησίαζε τόσο ώστε ν’ ακουμπά σχεδόν το μέτωπό μου, ο Φοίβος γαύγιζε απειλητικός, με τις τρίχες ορθωμένες στην πλάτη του: κι εγώ άκουγα μια παραπονιάρικη κραυγή να απομακρύνεται μέσα στη νύχτα, και σιγά σιγά να πεθαίνει.

Ήταν ο πιο αγαπητός από τ’ αδέλφια μου, ο πραγματικός μου αδελφός, αυτός που δεν προδίδει, που δεν ταπεινώνει. Ο αδελφός που αγαπά, που βοηθά, που καταλαβαίνει, που συγχωρεί. Μονάχα όποιος έχει υποφέρει πολλά χρόνια εξορίας σ’ ένα άγριο νησί και γυρίζοντας ανάμεσα στους ανθρώπους βλέπει να τον αποφεύγουν σαν να΄ναι λεπρός, από όλους εκείνους που μια μέρα, όταν θα πεθάνει ο τύραννος, θα παριστάνουν τους ήρωες της ελευθερίας, μονάχα αυτός ξέρει τι μπορεί να είναι ένας σκύλος για ένα ανθρώπινο πλάσμα.

Ο Φοίβος με παρατηρούσε συχνά με μια μορφή θλιμμένης και ευγενικής επίπληξης στο τρυφερό του βλέμμα. Ένιωθα τότε μια περίεργη ντροπή, σχεδόν μια ενοχή για τη θλίψη μου, ντρεπόμουνα μπροστά του. Ένιωθα πως, εκείνες τις στιγμές, ο Φοίβος με περιφρονούσε: με πόνο, με τρυφερότητα: στο βλέμμα του υπήρχε μια σκιά οίκτου και, ταυτόχρονα, περιφρόνησης. ‘Ηταν όχι μόνο αδελφός για μένα, αλλά και δικαστής. Ήταν ο φύλακας της αξιοπρέπειάς μου και, ταυτόχρονα, για να χρησιμοποιήσω και μια αρχαιοελληνική λέξη, το δορυφόρημά μου.

Ήταν ένα μελαγχολικό σκυλί, με σοβαρά μάτια. Τα βράδια περνούσαμε ώρες ολόκληρες στο ανεμοδαρμένο κατώφλι του σπιτιού μου, βλέποντας τη θάλασσα. Ω, η ελληνική θάλασσα της Σικελίας, ω, ο κόκκινος βράχος της Σκύλλας, εκεί, μπροστά στη Χάρυβδη, και η χιονισμένη κορυφή του Ασπρομόντε, και η πάλευκη πλάτη της Αίτνας, του Ολύμπου της Σικελίας. Πραγματικά, όπως τραγουδάει και ο Θεόκριτος, δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από το να θαυμάζεις από κάπου ψηλά τη θάλασσα της Σικελίας. Στα βουνά άναβαν οι φωτιές των βοσκών, στη θάλασσα οι βάρκες έβγαιναν να συναντήσουν το φεγγάρι και η παραπονιάρικη κραυγή των κοχυλιών, με τα οποία οι ψαράδες φωνάζουν ο ένας τον άλλο, χανόταν στην ασημένια φεγγαρίσια αχλύ. Το φεγγάρι γεννιόταν στο βράχο της Σκύλλας, και το Στρόμπολι, το ψηλό, απροσπέλαστο ηφαίστειο καταμεσής του πελάγους, έκαιγε σαν μοναχική πυρά μέσα στο βαθύ τυρκουάζ δάσος της νύχτας. Εμείς κοιτάζαμε τη θάλασσα, εισπνέοντας την πικρή μυρωδιά του αλατιού, και τη δυνατή, μεθυστική μυρωδιά των πορτοκαλεώνων, και τη μυρωδιά του κατσικίσιου γάλακτος, τη μυρωδιά των κλαδιών του κεδρόρακκου στα τζάκια, κι εκείνη τη ζεστή και βαθιά μυρωδιά γυναίκας που είναι η μυρωδιά της σικελικής νύχτας, όταν τα πρώτα αστέρια σηκώνονται χλωμά στο βάθος του ορίζοντα.

Ύστερα, μια μέρα, με οδήγησαν με τις χειροπέδες από το Λίπαρι σε ένα άλλο νησί, και από εκεί, μετά από αρκετούς μήνες, στην Τοσκάνη. Ο Φοίβος με ακολούθησε από μακριά, κρυμμένος ανάμεσα στα βαρέλια με τις αντσούγες και τους σωρούς τα παλαμάρια, στη γέφυρα του Σάντα Μαρίνα του μικρού πλοίου που κάνει κάθε τόσο τη διαδρομή Λίπαρι-Νάπολη, κι ανάμεσα στα καλάθια με ψάρια και ντομάτες στη μηχανοκίνητη βάρκα που ταξιδεύει μεταξύ Νάπολης, Ίσκια και Πόντζα. Με το κουράγιο που έχουν πάντα οι δειλοί και που αποτελεί το μοναδικό προνόμιο που έχουν οι υπηρέτες για να αποκτήσουν κι αυτοί δικαίωμα στην ελευθερία, ο κόσμος σταματούσε να με κοιτάξει με μάτια γεμάτα περιφρόνηση, βρίζοντάς με μέσα από τα δόντια τους. Μονάχα οι χασομέρηδες που βρίσκονταν μονίμως ξαπλωμένοι στα παγκάκια του λιμανιού της Νάπολης και λιάζονταν, μου χαμογελούσαν κρυφά, φτύνοντας καταγής ανάμεσα στα παπούτσια των καραμπινιέρων. Κάθε τόσο γύριζα το κεφάλι μου για να δω αν ο Φοίβος με ακολουθούσε, και τον έβλεπα να περπατά με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια κατά μήκος των τοίχων, στους δρόμους της Νάπολης, από την Ιμμακολάτα μέχρι το Μόλο Μπεβερέλλο, με μια εξαίσια θλίψη στα φωτεινά του μάτια.

Στη Νάπολη, ενώ προχωρούσα με τις χειροπέδες ανάμεσα στους καραμπινιέρους στην οδό Παρτένοπε, δυο κυρίες με πλησίασαν χαμογελώντας: ήταν η γυναίκα του Μπενεντέττο Κρότσε και η Μίννι Καζέλλα, η γυναίκα του αγαπητού μου Γκάσπαρε Καζέλλα. Με χαιρέτησαν με τη μητρική ευγένεια των ιταλίδων γυναικών, μου έβαλαν μερικά λουλούδια ανάμεσα στο χέρι και στις χειροπέδες, και η κυρία Κρότσε παρακάλεσε τους καραμπινιέρους να με πάνε να πιω κάτι, να τονωθώ. Ήταν δυο μέρες που δεν έτρωγα. "Τουλάχιστον αφήστε τον να περπατα στη σκιά", είπε η κυρία Κρότσε. Ήταν Ιούνιος, και ο ήλιος βάραγε στο κεφάλι σαν σφυρί. "Ευχαριστώ, δεν έχω ανάγκη από τίποτα", είπα. "Θα σας παρακαλούσα μονάχα να δώσετε λίγο νερό στο σκύλο μου".

Ο Φοίβος είχε σταματήσει μερικά βήματα πιο πέρα και κοίταζε την κυρία Κρότσε με μια σχεδόν βασανιστική ένταση. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το πρόσωπο της ανθρώπινης καλοσύνης, της θηλυκής ευγένειας, του οίκτου. Πριν πιει, μύρισε ώρα πολλή το νερό. Όταν, λίγους μήνες μετά, με μεταφέρανε στη Λούκα, έμεινα για πολύ καιρό κλεισμένος στη φυλακή της. Κι όταν βγήκα πάλι ανάμεσα στους φρουρούς, για να οδηγηθώ στο νέο μου τόπο εξορίας, ο Φοίβος με περίμενε μπροστά από την πόρτα της φυλακής, αδύνατος και καταταλαιπωρημένος. Τα μάτια του έλαμπαν, γεμάτα με μια τρομερή γλυκύτητα.

Η εξορία μου διήρκεσε ακόμα δυο χρόνια, και για δυο χρόνια ζήσαμε σ’ ένα σπιτάκι στο βάθος ενός δάσους, όπου σ’ ένα δωμάτιο κατοικούσαμε ο Φοίβος κι εγώ, και στο άλλο οι φρουροί μου καραμπινιέροι. Κι όταν επιτέλους απόκτησα πάλι την ελευθερία μου, αυτό που εκείνα τα χρόνια σήμαινε ελευθερία, για μένα ήταν σαν να βγήκα από ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα για να μπω σε ένα στενό δωμάτιο χωρίς τοίχους. Πήγαμε να μείνουμε στο σπίτι μου στη Ρώμη: ο Φοίβος ήταν θλιμμένος, λες και το θέαμα της ελευθερίας μου τον ταπείνωνε. Ήξερε πως η ελευθερία δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν, και ίσως δεν ξέρουν, να είναι ελεύθεροι, πως η ελευθερία, στην Ιταλία, στην Ευρώπη, βρωμάει όσο και η σκλαβιά.

Όσο καιρό μείναμε στην Πίζα, μέναμε σχεδόν όλη τη μέρα κλεισμένοι στο σπίτι, και μονάχα προς το μεσημέρι βγαίναμε για μια βόλτα στο ποτάμι, εκείνο το ωραίο ποτάμι της Πίζας, τον Άρνο, με τ’ ασημένια χρώματα, με τις κρύες και φωτεινές του όχθες: ύστερα πηγαίναμε στην Πλατεία των Θαυμάτων, όπου υψώνεται ο κεκλιμένος πύργος που έκανε την Πίζα διάσημη σ΄όλο τον κόσμο. Ανεβαίναμε στον πύργο, κι από εκεί πάνω ατενίζαμε την πεδιάδα μέχρι το Λιβόρνο, μέχρι τη Μάσσα, και τους πευκώνες, τη θάλασσα παρακάτω, το λαμπερό βλέφαρο της θάλασσας, και τις Απουανές Άλπεις, άσπρες από το χιόνι και τα μάρμαρα. Αυτή ήταν η χώρα μου, αυτή ήταν χώρα μου της Τοσκάνας, αυτά ήταν τα δάση μου κι αυτή ήταν η θάλασσά μου, αυτά ήταν τα βουνά μου, αυτά τα χώματά μου, αυτά τα ποτάμια μου.

Προς το βραδάκι πηγαίναμε να καθήσουμε στο ανάχωμα του Άρνου (εκείνο το στενό πέτρινο ανάχωμα, πάνω στο οποίο ο λόρδος Βύρων, τις μέρες της εξορίας του στην Πίζα, κάλπαζε καθημερινά πάνω στο πανέμορφο άτι του, μέσα στις τρομαγμένες κραυγές των φιλήσυχων κατοίκων), και κοιτάζαμε το ποτάμι να κυλά παρασέρνοντα στο φωτεινό του ρεύμα φύλλα καμένα από το χειμώνα και ασημένια σύννεφα του πανάρχαιου ουρανού της Πίζας.

Ο Φοίβος περνούσε ατέλειωτες ώρες κουλουριασμένος στα πόδια μου, και κάθε τόσο σηκωνόταν, πλησίαζε την πόρτα και γύριζε να με κοιτάξει. Εγώ πήγαινα να του ανοίξω: κι ο Φοίβος έβγαινε, γύριζε μετά από μια ώρα, μετά από δυο ώρες, λαχανιασμένος, το τρίχωμά του λείο από τον άνεμο, τα μάτια λαμπικαρισμένα από τον κρύο ήλιο του χειμώνα. Τη νύχτα, ανασήκωνε το κεφάλι του για ν’ ακούσει τη φωνή του ποταμού, τη φωνή της βροχής πάνω στο ποτάμι. Κι εγώ, κάθε φορά που ξυπνούσα, ένιωθα πάνω μου το θερμό κι ελαφρύ του βλέμμα, εκείνη τη ζωντανή και τρυφερή παρουσία του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, κι εκείνη τη θλίψη του, εκείνη τη γεμάτη ερημιά προαίσθηση που είχε, του θανάτου.

Μια μέρα βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Τον περίμενα μέχρι το βράδυ, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, αμολήθηκα στους δρόμους φωνάζοντας το όνομά του. Γύρισα στο σπίτι αργά, ρίχτηκα στο κρεβάτι μου, με το πρόσωπο στραμμένο στη μισάνοιχτη πόρτα. Κάθε τόσο άνοιγα το παράθυρο και φώναζα, ώρα πολλή, το όνομά του. Σαν χάραξε έτρεξα και πάλι στους έρημους δρόμους, ανάμεσα στις βουβές προσόψεις των σπιτιών που, κάτω από το χλωμό ουρανό, έμοιαζαν φτιαγμένες από βρώμικο χαρτί.

Όταν βγήκε ο ήλιος έτρεξα στο δημόσιο νοσοκομείο των σκύλων. Μπήκα σε ένα γκρίζο δωμάτιο, όπου, κλεισμένα σε βρωμερά κλουβιά, βογγούσαν σκυλιά με το λαιμό ακόμα σημαδεμένο από το σφίξιμο του λουριού του μπόγια. Ο φρουρός μού είπε πως ίσως το σκυλί μου να είχε μείνει κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου ή να είχε κλαπεί, ή να είχε πεταχτεί στο ποτάμι από κάποια παρέα παλιόπαιδων. Με συμβούλευσε να κάνω μια βόλτα στους διάφορους εκτροφείς σκύλων, ποιος ξέρει, ίσως να έβρισκα το σκυλί μου σε κάποιο τέτοιο εκτροφείο.

Όλο το πρωί έτρεχα από εκτροφείο σε εκτροφείο μέχρι που ένας κουρέας σκύλων σ’ ένα μικρό κατάστημα κοντά στην Πιάτσα ντέι Καβαλιέρι, με ρώτησε αν είχα πάει στην Κτηνιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου, στην οποία οι κλέφτες σκυλιών πουλούσαν, για μερικές δεκάρες, ζώα που προορίζονταν για κλινικά πειράματα. Έτρεξα στο Πανεπιστήμιο, αλλά ήδη ήταν μεσημέρι, και η Κλινική είχε κλείσει. Γύρισα στο σπίτι, ένιωθα στο βαθούλωμα των ματιών μου κάτι το ψυχρό, κάτι το σκληρό, λες και είχα γυάλινα μάτια.

Το απόγευμα ξαναγύρισα στο Πανεπιστήμιο. Μπήκα στην Κτηνιατρική Κλινική. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, σχεδόν δεν μπορούσα να περπατήσω, ένιωθα αδύναμος και καταπτοημένος από την αγωνία. Ζήτησα τον εφημερεύοντα γιατρό, του είπα το όνομά μου. Ο γιατρός, ένας νεαρός ξανθός μύωπας με κουρασμένο χαμόγελο, με δέχτηκε ευγενικά και με παρατήρησε για αρκετά λεπτά, πριν μου απαντήσει πως θα έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να με βοηθήσει.

Άνοιξε μια πόρτα και μπήκαμε σε μια μεγάλη, καθαρή και καλογυαλισμένη αίθουσα, με πάτωμα από γαλάζιο λινόλεουμ. Κατά μήκος των τοίχων ήταν τοποθετημένες, η μια δίπλα στην άλλη, σαν κρεβατάκια σε νοσοκομείο μικρών παιδιών, περίεργες κούνιες σε σχήμα βιολοντσέλου: σε κάθε μία από αυτές τις κούνιες ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα κάποιο σκυλί με ανοιχτή κοιλιά, ή με ανοιγμένο στα δύο κρανίο ή μ’ ένα ορθάνοικτο στήθος.

Λεπτά ατσάλινα σύρματα, δεμένα από εκείνο το ίδιο είδος ξύλινης βίδας που στα μουσικά όργανα χρησιμεύει για να συγκρατεί τις χορδές, κρατούσαν ανοιχτά τα χείλη των φοβερών εκείνων πληγών: μπορούσες να δεις τη γυμνή καρδιά να πάλλεται, τα πνευμόνια με τις φλέβες των βρόγχων όμοιες με κλαδιά δέντρου να πρήζονται ακριβώς όπως η κορυφή ενός δέντρου με την ανάσα του ανέμου, το κόκκινο, γυαλιστερό συκώτι να συσπάται αργά αργά, την ελαφριά ανατριχίλα που διαπερνούσε τον άσπρο και ροδαλό πολφό του εγκεφάλου σαν σ’ ένα θολό καθρέφτη, τον κόμπο των εντέρων να λύνεται τεμπέλικα σαν συνάθροιση φιδιών που βγαίνουν από το λήθαργό τους. Κι από τα μισάνοιχτα στόματα των σταυρωμένων σκυλιών δεν ακουγόταν ούτε ένα βογγητό.

Σαν μπήκαμε, όλα τα σκυλιά έστρεψαν τα μάτια τους προς το μέρος μας, κοιτάζοντάς μας με ένα παρακλητικό και, ταυτόχρονα, γεμάτο υποψία βλέμμα: παρακολουθούσαν με τα μάτια τους την κάθε μας κίνηση και, τρέμοντας, κατασκόπευαν τα χείλη μας. Ακίνητος στη μέση της αίθουσας, ένιωθα παγωμένο το αίμα μου να τρέχει στο κορμί μου: σιγά σιγά γινόμουν από πέτρα. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα χείλη μου, δεν μπορούσα να τολμήσω ούτε ένα βήμα. Ο γιατρός έπιασε το χέρι μου και μου είπε "κουράγιο". Κι αυτή η λέξη έλιωσε τον πάγο από τα κόκαλά μου και σιγά σιγά πλησίασα την πρώτη κούνια. Κι όσο προχωρούσα από τη μια κούνια στην άλλη, τόσο το αίμα ξαναγύριζε στο πρόσωπό μου, τόσο στην καρδιά μου φώλιαζε μια ελπίδα. Ξαφνικά όμως, είδα τον Φοίβο.

‘Ηταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με την κοιλιά ανοιχτή κι έναν καθετήρα μπηγμένο στο συκώτι του. Με κοίταζε κατάματα, και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Στο βλέμμα του έκρυβε μια εξαίσια γλυκύτητα. Ανάσαινε ελαφρά, με το στόμα μισάνοιχτο να το διαπερνά ένα τρομερό τρεμούλιασμα. Με κοίταζε κατάματα, και ένας αβάσταχτος πόνος έσκαβε το στήθος μου. "Φοίβο", είπα με σιγανή φωνή. Κι ο Φοίβος με κοίταζε με μια εξαίσια γλύκα στα μάτια. Κι εγώ πάνω του είδα τον Χριστό, τον Χριστό σταυρωμένο, τον Χριστό που με κοίταζε με μάτια γεμάτα εξαίσια γλύκα. "Φοίβο" είπα με σιγανή φωνή, σκύβοντας πάνω του, χαϊδεύοντάς του το μέτωπο. Ο Φοίβος μού φίλησε το χέρι και δεν έβγαλε ούτε ένα στεναγμό.

Ο γιατρός με πλησίασε, με έπιασε από το μπράτσο. "Δεν μπορώ να διακόψω το πείραμα", είπε. "Απαγορεύεται. Αλλά για σας... Θα του κάνω μια ένεση. Δε θα υποφέρει".

Πήρα το χέρι του γιατρού στα δυο μου χέρια κι ενώ τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό μου, του είπα: "Ορκιστείτε μου πως δε θα υποφέρει".

"Θα κοιμηθεί για πάντα", είπε ο γιατρός. "Θα ήθελα ο θάνατός μου να είναι τόσο γλυκός σαν το δικό του.

Του είπα: "Θα κλείσω τα μάτια. Δε θέλω να τον δω να πεθαίνει. Αλλά κάντε γρήγορα, κάντε γρήγορα!".

"Ενα λεπτό μονάχα", είπε ο γιατρός και απομακρύνθηκε αθόρυβα, γλιστρώντας στο μαλακό χαλί του λινόλεουμ. Πήγε στο βάθος της αίθουσας, άνοιξε ένα ντουλάπι.

Εγώ έμεινα όρθιος δίπλα στον Φοίβο, έτρεμα ολόκληρος, τα δάκρυα μού αυλάκωναν το πρόσωπο. Ο Φοίβος με κοίταζε κατάματα, και ούτε ένας στεναγμός δεν έβγαινε από το στόμα του κοιτάζοντάς με κατάματα με μια εξαίσια γλύκα στα μάτια. Αλλά και τα άλλα σκυλιά, που ήταν ξαπλωμένα ανάσκελα στις κούνιες τους, με κοίταζαν στα μάτια, όλα είχαν την ίδια εξαίσια γλύκα στα μάτια, κι από τα στόματά τους δεν ακουγόταν ο παραμικρός στεναγμός.

Ξαφνικά, μια κραυγή τρόμου βγήκε από το στήθος μου. "Γιατί αυτή η σιωπή;", φώναξα, "τι σημαίνει αυτή η σιωπή;".

Ήταν μια φρικιαστική σιωπή. Μια σιωπή απόλυτη, παγωμένη, νεκρή, μια σιωπή σαν από χιόνι.

Ο γιατρός με πλησίασε με τη σύριγγα στο χέρι: "Πριν να τα εγχειρήσουν", είπε, "τους κόβουν τις φωνητικές χορδές".
-> Silent Weapons for Quiet Wars <-
Άβαταρ μέλους
Σφαίρος
 
Δημοσ.: 349
Εγγραφη: 30 Αύγ 2002, 19:52

Επιστροφή στην Οι 'Αλλοι' Φρουροί της Πύλης

Μελη σε συνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση : Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης

cron