Τελικά, στον κόσμο μάλλον υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων:
Το ένα είδος είναι εκείνοι που διαβάζουν, αναζητούν και ερευνούν, έχοντας θέσει ως προϋπόθεση την επιθυμία τους να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα, όχι βέβαια για να κάνουν φιγούρα στους άλλους σχετικά με τα «πόσα πολλά γνωρίζουν», αλλά για να καταστήσουν τον νου τους περισσότερο λειτουργικό και ικανό να αντιλαμβάνεται πράγματα και καταστάσεις που διαφορετικά περνούν απαρατήρητα.
Το άλλο είδος είναι εκείνοι που μπορεί (αλλά μπορεί και όχι) να μπαίνουν στους ίδιους ή σε μεγαλύτερους κόπους με τους προηγούμενους, όμως για κανέναν άλλο λόγο παρά για να επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματα τα οποία αυτοί οι ίδιοι έχουν ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ βγάλει, χωρίς να καταλαβαίνουν, ενδεχομένως -λόγω της σπουδής υπό της οποίας διακατέχονται να «αποδείξουν» το «ορθόν» των κρίσεών των στους άλλους- ότι σύνολη η προσπάθειά τους παραπέμπει εκπληκτικώς προς παρόμοιες «δημοσιογραφικές» και λοιπές συναφείς μεθόδους και μεθοδεύσεις (βλ. στην ενότητα "Αφιερώματα" τί γράφει σχετικά ο Α. Κρόουλυ).
Διακρίνουμε, λοιπόν, δύο μεθοδολογίες:
1) Εκείνη, που δεν θέτει απολύτως καμμία προϋπόθεση, παρά αυτήν την ίδια την άσβεστη επιθυμία για αναζήτηση και έρευνα. Όπως το έχει συνοψίσει από χρόνια ο Γιώργος Μπαλάνος στο βιβλίο του Η Μεθοδολογία της Έρευνας, «ψάχνουμε να βρούμε. Δεν προκαθορίζουμε την αλήθεια και μετά προσαρμόζουμε τα στοιχεία πάνω της. Η έρευνά μας θα είναι πιο ελεύθερη. Δεν θ'απορρίπτουμε ό,τι δεν ταιριάζει με το 'δικό μας Σύστημα', αν τα στοιχεία δείχνουν ότι συμβαίνει. Δεν θα είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε, αν δυο στοιχεία απορρίπτουν το ένα το άλλο... Η έρευνα δεν περιορίζεται και είναι μια συνεχής κίνηση σ'όλο το χώρο, από το ένα άκρο ως το άλλο... Αφήστε άλλους να ψάχνουν απόλυτες αλήθειες. Ο σωστός ερευνητής μόνο τις σχετικές αλήθειες αναγνωρίζει.»
2) Εκείνη, η οποία μπορεί, μεν, (αλλά μπορεί και όχι) να διαθέτει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της προηγουμένης, αλλά είναι το ακριβώς αντίστροφό της, αφού εδώ ο «ερευνητής» έχει ήδη ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ καταλήξει στο «τέρμα» της «έρευνάς» του, και μοναδικός (ή κύριος) σκοπός του είναι να κατευθυνθεί ανάποδα, ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ προς την αρχή, προκειμένου να «ευθυγραμμίσει» την αλυσσίδα των στοιχείων και των συλλογισμών, ώστε «αβίαστα» και «φυσιολογικά» να καταλήγουν (ω του θαύματος!) στο δικό του προκαθορισμένο συμπέρασμα. (Αλήθεια, αν βάλουμε τα λουκάνικα ανάποδα στην μηχανή, θα ξαναπάρουμε τα ζώα από το κρέας των οποίων παρασκευάστηκαν;) Αν, δε, η δεύτερη αυτή μεθοδολογία υποδαυλίζεται, ενδεχομένως, και από ορισμένα καθόλου μα καθόλου «επιστημονικώς, μυθοπλαστικώς και (κοινωνικο-ανθρωπο)λογικώς επεξηγούμενα και διασαφηνιζόμενα» ανθρώπινα συναισθήματα, όπως αυτά της προσωπικής εμπάθειας, αντιπαλότητας κλπ (πράγμα μάλλον σύνηθες), κατανοούμε όλοι πόσο «λογικά» και «αβίαστα» μπορεί να είναι τα αντίστοιχα συμπεράσματα και ισχυρισμοί, όπως και την συμπαρομαρτούσα ποιότητά τους.
Βέβαια, είναι δικαίωμα του καθενός να επιλέγει. Όπως, όμως, έλεγε και ο Άλειστερ Κρόουλυ, «ο Νόμος είναι για όλους» και κανείς δεν μπορεί να ξεγελάσει τον Νόμο αυτόν, γιατί είναι χαραγμένος μέσα στους ανθρώπους, άσχετα εάν οι άνθρωποι αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός ή όχι.
Τόσο το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Μπαλάνου, Το Αίνιγμα της Πεντέλης, όσο και το τελευταίο σχετικά με την ίδια υπόθεση, το Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, συνιστούν προϊόντα πολυετούς και πραγματικά εμβριθούς έρευνας. Ιδιαίτερα η, τρόπον τινα, συνέχεια του πρώτου βιβλίου, το Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως πραγματικά επιστημονικό έργο, το οποίο διακρίνεται από διεισδυτικότητα, εξαντλητική προσέγγιση και ανάλυση ορισμένων καίριων ζητημάτων και πτυχών της όλης υπόθεσης, αλλά και από μία αμεσότητα που το καθιστά απολύτως προσιτό σε όλους τους αναγνώστες.
Το υλικό που έχει συγκεντρωθεί στις εν λόγω σελίδες, τόσο το γραπτό, όσο και το φωτογραφικό (και το οποίο σαφώς ΔΕΝ αποτελεί, παραδείγματος χάριν, συρραφή και συλλογή της ελληνικής εφημεριδογραφίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ) καταδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το είδος, το ύφος και την υψηλή ποιότητα της έρευνας που διεξήγαγε ο συγγραφέας, θέτοντας, ταυτόχρονα, και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν παρόμοιες προσπάθειες, οι οποίες θα ήταν πραγματικά πλέον λυσιτελείς εάν, επί παραδείγματι, κατόρθωναν τελικά, να υιοθετήσουν ένα λιγότερο εμπαθές ύφος γραφής.
Το Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης μας πηγαίνει πραγματικά πέρα από αυτό το καθημερινό αναμάσημα διαφόρου λογής νοητικών λυμάτων, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο του έργου αποτελεί κομβικό σημείο και άξονα της όλης έρευνας (έστω και αν βρίσκεται στο τέλος, αλλά μάλλον δεν θα είχε νόημα να βρίσκεται σε κάποια άλλη θέση μέσα στο βιβλίο), καθώς, επίσης, και μία πρόσκληση. Θα την δεχτούμε (χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό, γιατί, «οι παρόντες ποτέ δεν εξαιρούνται»), άραγε;