Μια φίλη μου είδε ένα "αδέσποτο" να τριγυρνά πεινασμένο στην γειτονιά της.
"Θα τού πηγαίνω ξηρή τροφή και νερό", μού λέει, "κάθε πρωί και θ΄αφήνω κάπου να τρώει. Δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω. Στο σπίτι δεν το θέλω".
(Αχ, ευαισθητοποιημένη μου...)
Ήξερε η φίλη μου: θά΄βρισκε μια απόμερη γωνιά να μην περνούν οι πολιτισμένοι και τού κλωτσήσουν το νερό, κι ο σκύλος θα τά΄βρισκε όλα, θα μύριζε, θα καταλάβαινε...
Αργότερα, μού είπε πώς βρήκε δυο ευρώ (;;!!) στο σημείο, ακριβώς, που άφησε το φαγητό-
("Μα δεν περνάει κανείς από κεί, να πείς ότι τού πέσανε. Ήταν ακουμπιστά πάνω στα χόρτα, σα να τά΄χανε αφήσει εκεί, επίτηδες!!! Δυό κιλά ξηρή τροφή μού πλήρωσε...")-
αλλά κι ο σκύλος μόνο στο δικό της αυτοκίνητο πάει για να βρεί σκιά.
("Μα πώς το διάλεξε το δικό μου, τόσα αυτοκίνητα στη σειρά.")
Πολύ εντυπωσιασμένη την είδα (για δυό ευρώ!!!) και τής είπα κάτι βαθυστόχαστο να την ηρεμήσω (και να την εντυπωσιάσω!):
Όταν σκύβεις και κοιτάς στην Άβυσσο, σκύβει κι αυτή, περίεργη, μέσα σου.
Δεν θυμάσαι τί έπαθε ο μπαρμπα-Γιάννης;
Χρόνια φώναζε στην έρημο, εκεί στην Ιουδαία, "φωνή βοώντος εν τη ερήμω", κι αυτή τον άκουγε σιωπηλή, ρουφούσε τα λόγια του αδιάφορη και, μια μέρα, τού πετάει ξαφνικά στην αγκαλιά του τον ίδιο τον Μεσσία!!!
(αλλά αυτός, γιάννης ών, "ποιός είσαι;" τού λέει!!! αχ, μωρέ μπαρμπα-Γιάννη...)