Πριν από κάμποσα χρόνια, είχα γραφτεί σ’ ένα από αυτά τα ιδιωτικά κολλέγια, που σε προετοιμάζουν για σπουδές στο εξωτερικό. Αυτό που είχα επιλέξει εγώ, ήταν ένα είδος παραρτήματος ενός αμερικανικού πανεπιστημίου. Βέβαια, δεν έχει σημασία να αναφέρω το όνομά του (πάντως δεν ήταν το γνωστό). Εκεί παρακολούθησα μαθήματα μόνον για έναν χρόνο και δεν συνέχισα στο εξωτερικό, λόγω κάποιων άλλων συγκυριών. Τώρα, θα μου πείτε, τί σας νοιάζουν όλα αυτά, και θα συμφωνήσω μαζί σας. Όμως, αλλού θέλω να καταλήξω. Στο δεύτερο εξάμηνο είχα επιλέξει ένα μάθημα που η ελληνική του μετάφραση είναι «Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών» (είχα δηλώσει κατεύθυνση Ανθρωπιστικών Σπουδών [Humanities]), και το οποίο ήταν, κατ’ ουσίαν, μία σπουδή στις βασικές αρχές της Λογικής και στα συστήματα των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Επρόκειτο για ένα πολύ ενδιαφέρον και όντως χρήσιμο μάθημα (που διδασκόταν, φυσικά, στα αγγλικά –σήμερα δεν ξέρω εάν σε αυτής της κατηγορίας τα κολλέγια γίνεται, τελικά, κανένα μάθημα στα αγγλικά), και ίσως αποκόμισα, εντέλει, πολύ περισσότερα από αυτά που νόμιζα στην αρχή. Όπως και νά ‘χει, θυμάμαι ότι σε μία παράδοση, ο καθηγητής μάς ανέλυε το φαινόμενο των «αλμάτων λογικής». Επειδή δεν θέλω να κουράσω τους φίλους που με διαβάζουν τώρα, ας πω απλώς ότι, ακολουθώντας μία σειρά συλλογισμών, πολλές φορές φθάνουμε σε συμπεράσματα που μπορεί να ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ότι εδράζονται επί ατραντάχτων λογικών επιχειρημάτων (και έχει σημασία το «λογικών»), ωστόσο μία περισσότερο προσεκτική μελέτη, με γνώμονα τα ίδια ακριβώς λογικά κριτήρια και αρχές, βάσει των οποίων υποτίθεται ότι εξήχθησαν αυτά τα συμπεράσματα, αποδεικνύει το αστήριχτο των τελευταίων. Τέτοιου είδους συλλογισμοί και συμπεράσματα δεν αποτελούν παρά γνώρισμα αυτού του ίδιου του ανθρώπινου μυαλού και των διαδικασιών νόησης και αντίληψης του κόσμου γύρω μας. Πολλές φορές, μάλιστα, αυτής της κατηγορίας οι συλλογισμοί είναι τόσο απατηλά πειστικοί και απρόσβλητοι, ώστε εκείνος που τους διατυπώνει δεν μπορεί ούτε καν να υποψιαστεί ότι, σε κάποιο σημείο της ανάπτυξής των, έκανε ένα άλμα λογικής, ότι δηλ., μέσα στην αλυσσίδα των επαγωγικών συμπερασμάτων του άφησε να υπεισέλθει ένας μη-λογικός παράγοντας που έστρεψε αποφασιστικά το όλο σύστημα προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Όλη αυτή η εισαγωγή θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για την εξέταση μίας πληθώρας φαινομένων, αλλά επιθυμώ να εστιάσω σε ένα φαινόμενο, το οποίο –αν και με ρίζες στον ελληνικό χώρο ήδη από την δεκαετία του ’80- γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με όλα τα (κάποια) θετικά και τα (πάρα πολλά) αρνητικά. Αναφέρομαι, λοιπόν, σε αυτό το ρεύμα αναθεώρησης κάποιων κατεστημένων ιστορικών, αρχαιολογικών και γλωσσολογικών θεωριών, η οποία επιχειρείται με βάση το σκεπτικό ότι όλες αυτές οι θεωρίες επινοήθηκαν με σκοπό να αποκρύψουν την πραγματική ελληνική ιστορία και προϊστορία, ή –στην καλύτερη περίπτωση- να την διαστρεβλώσουν. Το ρεύμα αυτό της αναθεώρησης έχει λάβει την μορφή μίας προσπάθειας «αποκατάστασης» όχι του κύρους μας, σήμερα, ως χώρας (κατά βάσιν, περί αυτού πρόκειται, και ας μην υπεισέλθουμε στο πώς μπορεί κανείς να εννοεί το «κύρος»), αλλά αυτής της ίδιας της «ιστορικής αληθείας και δικαιοσύνης». Κατά συνέπειαν, οι κατ’ εξοχήν υποστηρικτές αυτού του κινήματος δεν εμφανίζονται προς τα έξω με την πραγματική, ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ, ταυτότητά τους, αλλά ως υποτιθέμενοι αμερόληπτοι υπερασπιστές της επιστημονικής αλήθειας και του δικαίου.
Εδώ εξηγούμαι: δεν είμαι δογματικά εναντίον οποιασδήποτε τέτοιας προσπάθειας, ή κίνησης, ή ρεύματος, ή ουτινοσδήποτε άλλου. Άλλωστε, δημοκρατία έχουμε και ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Άλλο, όμως, είναι αυτό, και άλλο να προωθείς πολιτικούς, κατ’ ουσίαν, στόχους υπό τον μανδύα της «προάσπισης της επιστήμης», ή αυτόν της «αναζήτησης» (η οποία, όμως, πρέπει πάντοτε να καταλήγει στο αυτό συμπέρασμα). Άλλο η πολιτική, και άλλο η επιστήμη και η έρευνα.
Τώρα, θα μπορούσε, δικαίως του λόγου, να αντιτείνει κανείς ότι και οι υπάρχουσες επικρατούσες θεωρίες μπορεί να έχουν και αυτές πολιτική χροιά, και οπωσδήποτε έχουν. Ποιός, όμως, είναι ο σκοπός μας; Να αντικαταστήσουμε τις ήδη υπάρχουσες και σαφώς πολιτικά προσδιορισμένες θεωρίες με άλλες, εξίσου πολιτικά προσανατολισμένες, αλλά προς μία περισσότερο αρεστή σε μας κατεύθυνση (οπότε, πλέον, οι υποστηρικτές των προηγούμενων θεωριών θα γίνουν οι «αμφισβητίες» της νέας τάξεως, κ.ο.κ.), ή να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της έρευνας, χωρίς προϋποθέσεις ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτήρα δεσμεύσεις; Προσωπικά, δεν είμαι καθόλου ενάντιος στην προσπάθεια προβολής της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο (άσχετα με τις μάλλον απαισιόδοξες, σχετικά, απόψεις μου), αλλά νομίζω ότι όλο αυτό το αναθεωρητικό ελληνοκεντρικό ρεύμα μάλλον δεν συντελεί στον σκοπό αυτό, για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με όλην αυτήν την ακατάσχετη, φλύαρη και ανούσια επιχειρηματολογία περί ομάδος Έψιλον, υπερόπλων, αριθμοσοφικής επικύρωσης, μέσω των ελληνικών λεξαρίθμων, διαφόρων εξωφρενικών ισχυρισμών, ελληνουφολογίας, κλπ.
Και εδώ επανερχόμαστε πάλι σε αυτά που ανέφερα στην αρχή περί λογικών αλμάτων. Όλο αυτό, το περί ού ο λόγος ρεύμα στηρίζεται, ακριβώς, σε μία σειρά αυθαίρετων παραδοχών, οι οποίες, με την χρήση μιας λογικοφανούς επιχειρηματολογίας, φαντάζουν ως λογικώς απρόσβλητα συμπεράσματα. Τώρα, θα μου πείτε ότι και οι επικρατούσες θεωρίες στον τομέα της ιστορίας, της αρχαιολογίας ή της γλωσσολογίας παρουσιάζουν τέτοιου είδους άλματα. Ωστόσο, στην δεύτερη περίπτωση δεν λείπουν οι φωνές επιστημόνων και ερευνητών που καταδεικνύουν ή και στηλιτεύουν το γεγονός, με τις όποιες συνέπειες (διότι σαφώς υπάρχουν συνέπειες για τους "παρεκκλίνοντες"). Στην πρώτη, όμως;
Βέβαια, όπως ανέφερα απαντώντας σε άλλη ενότητα αυτής της Αγοράς, οι ρίζες της τάσης αναθεώρησης ή αμφισβήτησης των κατεστημένων θεωριών σε όλους τους τομείς του επιστητού σαφώς εντοπίζονται (τουλάχιστον κατά την σύγχρονη εποχή) στον Τσαρλς Φορτ και τα τέσσερα θρυλικά βιβλία-σταθμούς που δημοσίευσε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ο Φορτ καταδεικνύει, ακριβώς, με περισσή ενάργεια και ένα μοναδικό ύφος γραφής, τα λογικά άλματα των επιστημονικών «εξηγήσων» διαφόρων περίεργων αλλά πραγματικών συμβάντων, που καταρρίπτουν όλους τους επιστημονικούς κανόνες και νόμους, αποκαλύπτοντας την βαθύτερη γύμνια και χρεωκοπία, από ένα σημείο και μετά (από το σημείο, δηλ., όπου η επιστήμη έρχεται αντιμέτωπη με όλα αυτά τα «αλλόκοτα» περιστατικά) της επιστήμης και της λογικής. Αυτά, βέβαια, στην Αμερική.
Τί έγινε στην Ελλάδα, τώρα; Πήραμε, μεν, την αρχή της αμφισβήτησης των διαφόρων κατεστημένων θεωριών (διευκρινίζω ότι είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα υποστήριζε την ελληνική ακαδημαϊκή καθεστηκυία τάξη), αλλά την επενδύσαμε με όλες αυτές τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες στον πολιτικό τομέα (δεν νομίζω ότι η χώρα μας λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν υπό των «εταίρων» μας, ίσως και δικαιολογημένα, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα), με τέτοιον τρόπο, ώστε μιας και η φωνή μας –σύμφωνα με τα τωρινά κριτήρια- δεν γίνεται ακουστή, ενδυναμώνουμε την θέση μας ανατρέχοντας στο παρελθόν: γκρεμίζουμε τις ψευδείς θεωρίες που «θάβουν» την αληθινή μεγαλειώδη ιστορία μας και προβάλλουμε την παγκόσμια εξάπλωση και πλανηταρχία της Ελλάδος σε μια εποχή πανάρχαια (και μη υποκείμενη σε ουσιαστική δυνατότητα ελέγχου, πράγμα που βολεύει). Ταυτόχρονα, με μία σειρά λογικών αλμάτων (αφού τα κάνουν οι αντίπαλες θεωρίες, γιατί να μην τα κάνουμε κι εμείς;), τα οποία σαφώς και δεν αναγνωρίζονται (ή δεν ομολογούνται) ως τέτοια, δημιουργούμε προς τα έξω ένα προπέτασμα επιστημοσύνης, εμφανίζοντας τις υποκειμενικές μας απόψεις, ευσεβείς πόθους ή επιθυμίες, ως «αυστηρά επιστημονικά πορίσματα», που δεν γίνονται αποδεκτά από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα λόγω σκοπιμοτήτων και αντιπάθειας προς κάθε τι ελληνικό.(Όχι, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν σκοπιμότητες εντός της επιστημονικής κοινότητας, ή ότι οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες δεν παίζουν ρόλο, και ενίοτε κυρίαρχο, στην διαμόρφωση διαφόρων θεωριών. Υπάρχουν σκανδαλώδη παραδείγματα, ικανά για να μας πείσουν ότι πουθενά και ποτέ δεν υπήρξε "αμερόληπτη" αντιμετώπιση και εξέταση των φαινομένων). Όλα τα παραπάνω σαφώς και δεν αποτελούν επιστημονική θέση και στάση έναντι των πραγμάτων.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι ποιά θεωρία θα ασπαστούμε και θα αγωνιστούμε για την επικράτησή της, διότι και τα δύο αντίπαλα «στρατόπεδα» δεν έχουν και τόσο μεγάλες διαφορές, και –αν το καλοσκεφτούμε- ίσως δεν έχουν καμμία διαφορά. Μάλλον, η όποια διαφορά έγκειται αποκλειστικά και μόνο στην θέση που διαλέγει ο παρατηρητής, αλλά πάλι τον ίδιο «κάμπο» κοιτάζει. Το καίριο ερώτημα, λοιπόν, είναι αν θα μείνουμε να κοιτάζουμε συνέχεια τον μικρό μας «κάμπο», ή θα πάμε παραπέρα, αν θα συνεχίσουμε να παριστάνουμε ότι σβήνουμε την δίψα μας για αναζήτηση στα στάσιμα νερά διαφόρου λογής θεωριών και «υψηλών ιδανικών», ή θα αναζητήσουμε αληθινά καθαρά νερά αλλού, σε μέρη μακρινά, πέρα από τα «βουνά» των «λογικά απρόσβλητων» ψευδαισθήσεων της καθημερινότητας.