Η σημαντικότερη, κατά την γνώμη μου, είδηση της χρονιάς, αλλά ενδεχομένως και του αιώνα, είναι αυτή σχετικά με τον πλανήτη Κέπλερ 22-Β, ή τον «δίδυμο αδελφό» της Γης, όπως ονομάστηκε, και ο οποίος, σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα, βρίσκεται σε απόσταση 600, περίπου, ετών φωτός.
Επιπλέον, ανακοινώθηκε ότι έχουν εντοπιστεί άλλοι 200 και πλέον πλανήτες, οι οποίοι υπολογίζεται ότι και αυτοί, όπως και ο Κέπλερ22-Β, διαθέτουν συνθήκες παρόμοιες με την δική μας Γη.
Όταν πριν από 500 και πλέον χρόνια ο Κολόμβος ξεκινούσε το ιστορικό του ταξίδι προς τα δυτικά, για να βγει, όπως πίστευε και ο ίδιος, στην Ινδία, δεν ήξερε καν ότι πλέει προς έναν κυριολεκτικά νέο κόσμο, μια ολόκληρη άγνωστη στους ανθρώπους του τότε ήπειρο.
Εμείς σήμερα είμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον Κολόμβο. Ωραία, αλλά πώς διανύουμε τέτοιες ασύλληπτες αποστάσεις σαν κι αυτές που χωρίζουν τα διάφορα άστρα και, κατά συνέπειαν, τα πλανητικά τους συστήματα;
Η σύγχρονη επιστήμη μάς διαβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι είναι αδύνατον να διανυθούν τέτοιες αποστάσεις με την σημερινή τεχνολογία. Αυτό μπορεί να είναι ως επί το πλείστον αληθές, αλλά, στην τελική, δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Κάποτε οι επιστήμονες και οι σοφοί μιας όχι και τόσο παλαιότερης εποχής διαβεβαίωναν τους πάντες ότι είναι αδύνατον να κατασκευαστεί μια μηχανή βαρύτερη του αέρα που θα μπορεί να πετάει. Με τα τότε τεχνολογικά δεδομένα δεν είχαν και τόσο άδικο (μόνο που δεν είχαν αναρωτηθεί στα σοβαρά πώς μπορούν να πετάνε τα πουλιά, τα οποία σαφώς και είναι βαρύτερα του αέρα).
Ωστόσο, οι σημερινοί επιστήμονες προχωρούν με μια δογματική βεβαιότητα που θα ζήλευε και ένας θεολόγος. Όχι μόνο δεν μπορούμε εμείς να πάμε στα άστρα, αλλά ούτε και άλλοι να έρθουν από τα άλλα αυτά άστρα εδώ. Η ιστορία, βέβαια, διαψεύδει συνεχώς τέτοιου είδους υπερβολές, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα για τους περισσότερους. Αν σήμαινε, δεν θα έλεγαν τα ίδια πράγματα που επί χιλιετίες (με κάπως παραλλαγμένη, κατά εποχές και τόπους, μορφή) λένε και τα οποία γίνονται αποδεκτά από την συντριπτική πλειοψηφία όλων των υπολοίπων μη-ειδικών.
Η ιστορία, η κοινή, συμβατική ιστορία, ακόμη και αυτή που διδάσκεται στα σχολεία, έχει αποδείξει ξανά και ξανά και ξανά ότι όποτε οι άνθρωποι έρχονταν αντιμέτωποι με έναν άπιαστο στόχο έβρισκαν πάντοτε έναν τρόπο να τον φτάσουν και να πάνε ακόμη παραπέρα, για να ξαναέλθουν αντιμέτωποι με έναν ακόμη πιο άπιαστο στόχο, τον οποίο εξίσου έφταναν, και πάει λέγοντας.
Έτσι, λοιπόν, προσωπικά μπορώ να διαβεβαιώσω τους πάντες ότι θα βρεθεί ο τρόπος να διανύουμε τέτοιες τεράστιες, με τα σημερινά δεδομένα, διαστρικές αποστάσεις εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Ο αμερικανός επιστήμονας Μόρρις Κ. Τζέσσαπ (Morris K. Jessup) ήδη από την δεκαετία του ’50 θεωρούσε ότι την λύση σε αυτήν την δυσκολία θα την έδινε μια σοβαρή και εις βάθος μελέτη της φύσης της βαρύτητας. Θεωρούσε ότι θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε διαστημόπλοια, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν τις βαρυτικές δυνάμεις για την προώθησή τους (θα έκαναν ένα είδος «σέρφινγκ» πάνω στις βαρυτικές καμπυλώσεις του χωροχρόνου) και δεν θα βασίζονταν στην χρήση διαφόρων καυσίμων, την οποία, δικαίως, θεωρούσε αναποτελεσματική και εξαιρετικά δαπανηρή. Ο Τζέσσαπ είχε απορρίψει από τότε και την λύση του πυρηνικού κινητήρα για τους ίδιους περίπου λόγους.
Βέβαια, οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (θα λέγαμε και εκείνοι του φάνταζυ) είχαν προ καιρού οραματιστεί πιθανούς τρόπους υπερπήδησης του εμποδίου των απαγορευτικών, προς το παρόν, διαστρικών αποστάσεων.
Το μεγάλο ερώτημα είναι: πιστεύουμε στην δύναμη τής φαντασίας;
Τα άστρα μας καλούν και είναι βέβαιο ότι θα βρούμε τρόπο να πάμε!